Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
ab
/ˌeɪˈbiː/ = PREFIX: απο-;
USER: ab, αβ, αο, α β, ΔΠ,
GT
GD
C
H
L
M
O
activities
/ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες;
USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές
GT
GD
C
H
L
M
O
addition
/əˈdɪʃ.ən/ = NOUN: πρόσθεση;
USER: πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, Εκτός από, Εκτός από
GT
GD
C
H
L
M
O
administration
/ədˌmɪn.ɪˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: διαχείριση, διοίκησις, διαχείρησις;
USER: διαχείριση, χορήγηση, διοίκηση, διοίκησης, χορήγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
alliance
/əˈlaɪ.əns/ = NOUN: συμμαχία;
USER: συμμαχία, Συμμαχίας, Alliance, της Συμμαχίας, τη συμμαχία
GT
GD
C
H
L
M
O
alongside
/əˌlɒŋˈsaɪd/ = ADVERB: κατά μήκος της πλευράς, παραπλευρώς;
ADJECTIVE: πλευρισμένος;
USER: παράλληλα, παράλληλα με, μαζί με, μαζί, δίπλα
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
american
/əˈmer.ɪ.kən/ = NOUN: Αμερικανός;
ADJECTIVE: αμερικάνικος;
USER: Αμερικανός, Αμερικανική, american, αμερικάνικες, αμερικάνικο
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
annual
/ˈæn.ju.əl/ = ADJECTIVE: ετήσιος;
USER: ετήσιος, ετήσια, ετήσιο, ετήσιες, ετήσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
anti
/ˈæn.ti/ = PREFIX: αντι-;
USER: αντι, anti, κατά, καταπολέμησης, καταπολέμηση
GT
GD
C
H
L
M
O
appointed
/əˈpɔɪn.tɪd/ = ADJECTIVE: καθορισμένος;
USER: διορίζεται, διορίζονται, διοριστεί, διορίστηκε, όρισε
GT
GD
C
H
L
M
O
april
/ˈeɪ.prəl/ = NOUN: Απρίλιος;
USER: Απρίλιος, Απρ., Απρίλης, Απρίλιο, Απρ
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
astra
= USER: astra, άστρα, του Astra,
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
auditor
/ˈɔː.dɪt.ər/ = NOUN: ελεγκτής, ακροατής;
USER: ελεγκτής, ελεγκτή, ελεγκτών, ελεγκτές
GT
GD
C
H
L
M
O
automobile
/ˌôtəmōˈbēl/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκίνητο, αυτοκινήτου, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανία
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
became
/bɪˈkeɪm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: έγινε, κατέστη, έγιναν, γίνει, άρχισε, άρχισε
GT
GD
C
H
L
M
O
before
/bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να;
ADVERB: μπροστά, ενώπιο;
PREPOSITION: μπροστά;
USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
being
/ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση;
USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
bnp
/ˌbiː.enˈpiː/ = USER: BNP, ΒΝΡ, την BNP, Η BNP, της BNP,
GT
GD
C
H
L
M
O
board
/bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου;
VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω;
USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους
GT
GD
C
H
L
M
O
born
/bɔːn/ = ADJECTIVE: γεννημένος;
VERB: γεννώ;
USER: γεννημένος, γεννήθηκε, γεννηθεί, γεννήθηκαν, γεννιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
boulogne
= USER: Μπουλόν, Boulogne, Βουλώνη, Βουλώνης, Μπουλον,
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
ceo
/ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων
GT
GD
C
H
L
M
O
chairman
/-mən/ = NOUN: πρόεδρος, πρόεδρος συνεδριάσεως ή επιτροπής;
USER: πρόεδρος, πρόεδρο, προέδρου, πρόεδρό, πρόεδρός
GT
GD
C
H
L
M
O
chief
/tʃiːf/ = NOUN: αρχηγός, σεφ, πρωτεύων;
ADJECTIVE: κύριος, προϊστάμενος, πρώτιστος;
USER: αρχηγός, προϊστάμενος, κύριος, επικεφαλής, διευθύνων
GT
GD
C
H
L
M
O
cole
/kōl/ = NOUN: λάχανο;
USER: λάχανο, Cole, Κόουλ, λάχανων, ο Cole
GT
GD
C
H
L
M
O
commander
/kəˈmɑːn.dər/ = NOUN: διοικητής, κυβερνήτης, αρχηγός, πλωτάρχης, υποπλοίαρχος;
USER: διοικητής, κυβερνήτης, διοικητή, κυβερνήτη, διοικητής της
GT
GD
C
H
L
M
O
commission
/kəˈmɪʃ.ən/ = NOUN: προμήθεια, επιτροπή, διάπραξη, αξίωμα, διορισμός, εξοπλισμός;
VERB: επιφορτίζω;
USER: προμήθεια, επιτροπή, διάπραξη, Επιτροπής, της Επιτροπής
GT
GD
C
H
L
M
O
communication
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα;
USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών
GT
GD
C
H
L
M
O
communications
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: διαβιβάσεις;
USER: επικοινωνιών, επικοινωνίες, επικοινωνία, ανακοινώσεις, επικοινωνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
confirmed
/kənˈfɜːmd/ = ADJECTIVE: επιβεβαιωμένος, επικυρωμένος, αποδεδειγμένος, αμετάπειστος, αθεράπευτος, αδιόρθωτος, έμμονος;
USER: επιβεβαιωθεί, επιβεβαίωσε, επιβεβαιώνεται, επιβεβαίωσαν, επιβεβαιώθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
corporate
/ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός;
USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική
GT
GD
C
H
L
M
O
current
/ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους;
ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών;
USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή
GT
GD
C
H
L
M
O
d
/əd/ = NOUN: ρε;
USER: δ, d, Α, ϋ, ά
GT
GD
C
H
L
M
O
de
GT
GD
C
H
L
M
O
december
/dɪˈsem.bər/ = NOUN: Δεκέμβριος;
USER: Δεκέμβριος, Δεκ., Δεκέμβρης, Δεκέμβριο, Δεκ
GT
GD
C
H
L
M
O
des
/ˌdezˈrez/ = USER: des, ντε,
GT
GD
C
H
L
M
O
development
/dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση;
USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης
GT
GD
C
H
L
M
O
direction
/daɪˈrek.ʃən/ = NOUN: κατεύθυνση, διεύθυνση, σκηνοθεσία;
USER: κατεύθυνση, διεύθυνση, την κατεύθυνση, κατεύθυνσης, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
director
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη
GT
GD
C
H
L
M
O
directors
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: σκηνοθέτες, διευθυντές, διευθυντών, συμβουλίου, συμβούλιο
GT
GD
C
H
L
M
O
directorship
/daɪˈrek.tə.ʃɪp/ = NOUN: θέση του διευθυντή, διευθύνοντες;
USER: θέση του διευθυντή, διευθύνοντες,
GT
GD
C
H
L
M
O
discrimination
/dɪˌskrɪm.ɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: διάκριση;
USER: διάκριση, διακρίσεων, διακρίσεις, των διακρίσεων, διάκρισης
GT
GD
C
H
L
M
O
engineering
/ˌenjəˈni(ə)r/ = NOUN: μηχανική;
USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικού, μηχανικών, τεχνικής
GT
GD
C
H
L
M
O
equal
/ˈiː.kwəl/ = ADJECTIVE: ίσος;
VERB: ισοφαρίζω, ισώνω, ισούμαι, είμαι ίσον;
USER: ίσος, ίση, ίσης, ίσο, ίσες
GT
GD
C
H
L
M
O
executive
/ɪɡˈzek.jʊ.tɪv/ = ADJECTIVE: εκτελεστικός;
NOUN: διευθυντής, ανώτερος υπάλληλος;
USER: εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστική, εκτελεστικών, εκτελεστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
fax
/fæks/ = NOUN: φαξ;
USER: φαξ, fax, με φαξ, αποστολή φαξ, στείλετε με φαξ
GT
GD
C
H
L
M
O
financial
/faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
NOUN: γενική λογιστική;
USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
general
/ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός;
NOUN: στρατηγός;
USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές
GT
GD
C
H
L
M
O
graduate
/ˈɡrædʒ.u.ət/ = ADJECTIVE: απόφοιτος;
NOUN: πτυχιούχος, διπλωματούχος;
VERB: αποφοιτώ, βαθμολογώ, λαμβάνω βαθμό ή πτυχίο;
USER: αποφοιτήσουν, απόφοιτος, πτυχιούχος, αποφοιτούν, βαθμολογήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
graduated
/ˈgrajo͞oˌāt/ = VERB: αποφοιτώ, βαθμολογώ, λαμβάνω βαθμό ή πτυχίο;
USER: αποφοίτησε, αποφοιτήσει, απόφοιτος, ογκομετρική, αποφοίτησαν
GT
GD
C
H
L
M
O
grand
/ɡrænd/ = ADJECTIVE: μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής, μέγας, σπουδαίος;
USER: μεγαλειώδης, μεγάλο, μεγάλη, grand, Γκραντ, Γκραντ
GT
GD
C
H
L
M
O
group
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που
GT
GD
C
H
L
M
O
he
/hiː/ = PRONOUN: αυτός;
USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
head
/hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός;
VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός;
USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
him
/hɪm/ = PRONOUN: αυτόν;
USER: αυτόν, τον, του, σουτ, σουτ
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
honor
/ˈɒn.ər/ = NOUN: τιμή, τιμή;
VERB: τιμώ, τιμώ;
USER: τιμή, τιμώ, τιμήσει, τιμήσουν, τιμούν
GT
GD
C
H
L
M
O
honorary
/ˈɒn.ər.ə.ri/ = ADJECTIVE: επίτιμος;
USER: επίτιμος, τιμητικό, τιμητική, επίτιμο, τιμητικές
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
joined
/join/ = VERB: ενώνω, συνδέω, λαμβάνω μέρος, προσχωρώ, συνάπτω, σμίγω, συναρμόζω;
USER: εντάχθηκαν, προσχώρησαν, εντάχθηκε, προσχώρησε, ένωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
july
/dʒʊˈlaɪ/ = NOUN: Ιούλιος, Αλωνάρης;
USER: Ιούλιος, Ιουλ., Ιούλ., Ιούλη, Ιουλ
GT
GD
C
H
L
M
O
june
/dʒuːn/ = NOUN: Ιούνιος;
USER: Ιούνιος, Ιουν., Ιούν., Ιούνη, Ιουν, Ιουν
GT
GD
C
H
L
M
O
l
= ABBREVIATION: μεγάλο;
USER: μεγάλο, l,
GT
GD
C
H
L
M
O
la
/lɑː/ = NOUN: λα;
USER: λα, la
GT
GD
C
H
L
M
O
legion
/ˈliː.dʒən/ = NOUN: λεγεώνας, λεγεών;
USER: λεγεώνας, λεγεώνα, Legion, λεγεώνα των, λεγεών
GT
GD
C
H
L
M
O
management
/ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο;
USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
manager
/ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής;
USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ
GT
GD
C
H
L
M
O
manufacturing
/ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: βιομηχανοποίηση;
USER: παραγωγής, κατασκευή, κατασκευής, παρασκευής, την κατασκευή
GT
GD
C
H
L
M
O
march
/mɑːtʃ/ = NOUN: πορεία, εμβατήριο, βάδισμα, οδοιπορία, σύνορο;
VERB: βαδίζω, πορεύομαι;
USER: πορεία, Μάρτιος, εμβατήριο, βαδίζω, Μαρτίου
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
media
/ˈmiː.di.ə/ = NOUN: μέσα ενημέρωσης;
USER: μέσα ενημέρωσης, μέσα, μέσων, μέσων ενημέρωσης, media
GT
GD
C
H
L
M
O
meeting
/ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα;
USER: συνάντηση, συνεδρίαση, συνεδρίασης, σύσκεψη, συνεδρίασή, συνεδρίασή
GT
GD
C
H
L
M
O
merit
/ˈmer.ɪt/ = NOUN: αξία, προτέρημα, ποσό;
VERB: αξίζω;
USER: αξίζουν, χρήζουν, αξίζει, αξίζει να, δικαιολογούν
GT
GD
C
H
L
M
O
michelin
= USER: Michelin, Η Michelin, της Michelin, τη Michelin,
GT
GD
C
H
L
M
O
mines
/maɪn/ = NOUN: ορυχείο, νάρκη, μεταλλείο, μεταλλωρυχείο, φουρνέλλο, υπόνομος;
USER: ορυχεία, μεταλλεία, ορυχείων, νάρκες, τα ορυχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
minister
/ˈmɪn.ɪ.stər/ = NOUN: υπουργός, ιερέας, λειτουργός, πρεσβευτής;
VERB: υπηρετώ, χορηγώ;
USER: υπουργός, υπουργό, Υπουργού, ο υπουργός, κ.
GT
GD
C
H
L
M
O
monde
/ˌbəʊ ˈmɒnd/ = USER: monde, Κόσμου, του Κόσμου,
GT
GD
C
H
L
M
O
motor
/ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ;
ADJECTIVE: κινητήριος;
VERB: ταξιδεύω με αυτοκίνητο;
USER: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, με κινητήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
mr
/ˈmɪs.tər/ = USER: mr, Ο κ., κ., Κύριε, του κ., του κ.
GT
GD
C
H
L
M
O
named
/neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: το όνομα, όνομα, που ονομάζεται, ονομάζεται, το όνομά
GT
GD
C
H
L
M
O
national
/ˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: εθνικός, υπήκοος;
USER: εθνικός, υπήκοος, εθνικό, εθνικών, εθνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
north
/nɔːθ/ = ADJECTIVE: βόρειος;
NOUN: βορράς, βοράς, βορεινή περιοχή;
USER: βόρεια, βορρά, North, Βόρειο, βόρεια Προάστια
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
officer
/ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος;
USER: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, διατάκτη, υπάλληλο
GT
GD
C
H
L
M
O
operating
= ADJECTIVE: λειτουργικός;
USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
operations
/ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση;
USER: πράξεις, επιχειρήσεις, εργασίες, λειτουργίες, ενέργειες
GT
GD
C
H
L
M
O
opportunities
/ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα;
USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
planning
/ˈplæn.ɪŋ/ = NOUN: σχεδίαση, σχεδίασμα;
USER: σχεδιασμό, προγραμματισμό, τον προγραμματισμό, σχεδιασμού, σχεδιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
plant
/plɑːnt/ = NOUN: εργοστάσιο, φυτό;
VERB: φυτεύω, στήνω, στυλώνω, τοποθετώ δολιώς;
USER: φυτό, εργοστάσιο, φυτών, μονάδα, των φυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
po
/ˌpiːˈəʊ/ = USER: ταχυ'ρομείο, Po,
GT
GD
C
H
L
M
O
president
/ˈprez.ɪ.dənt/ = NOUN: πρόεδρος, πρύτανης;
USER: πρόεδρος, Πρόεδρε, πρόεδρο, προέδρου, στον Πρόεδρό
GT
GD
C
H
L
M
O
press
/pres/ = NOUN: τύπος, πίεση, πιεστήριο, πρέσα, τύπος εφημερίδες, φύλλο εφημερίδας;
VERB: πιέζω, επιστρατεύω βίαια, πρεσάρω, σιδερώνω, ζορίζω, στριμώχνω, σιδηρώνω;
USER: πίεση, πατήστε, πιέστε, πιέστε το πλήκτρο, πατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
prime
/praɪm/ = NOUN: ακμή, αρχή;
ADJECTIVE: πρώτος, εξαίρετος;
VERB: ετοιμάζω, κατατοπίζω, γομώ όπλον, κατηχώ;
USER: ακμή, πρώτος, προνομιακή, πρώτο, πρωταρχική
GT
GD
C
H
L
M
O
purchasing
/ˈpərCHəs/ = ADJECTIVE: αγοραστικός;
USER: αγορά, την αγορά, αγοραστικής, αγοράζουν, αγοραστική
GT
GD
C
H
L
M
O
release
/rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση;
VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι;
USER: απελευθέρωση, αφήστε, απελευθερώνουν, απελευθερώσουν, απελευθερώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
remains
/rɪˈmeɪnz/ = NOUN: λείψανα, απομεινάρια, ερείπιο, εναπολείμματα;
USER: λείψανα, παραμένει, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, παραμένουν
GT
GD
C
H
L
M
O
renew
/rɪˈnjuː/ = VERB: αφαιρώ, απομακρύνω, βγάζω, μετακινώ, μεταφέρω, μετακομίζω, μεταθέτω, προάγομαι;
USER: ανανεώσει, ανανέωση, ανανεώσουν, την ανανέωση, ανανεώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
republic
/rɪˈpʌb.lɪk/ = NOUN: δημοκρατία;
USER: δημοκρατία, Δημοκρατίας, republic
GT
GD
C
H
L
M
O
research
/ˈrēˌsərCH,riˈsərCH/ = NOUN: έρευνα, μελέτη;
VERB: ερευνώ;
USER: έρευνα, έρευνας, της έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών
GT
GD
C
H
L
M
O
responsibilities
/rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία;
USER: ευθυνών, ευθύνες, αρμοδιότητες, αρμοδιοτήτων, τις ευθύνες
GT
GD
C
H
L
M
O
responsible
/rɪˈspɒn.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: υπεύθυνος, υπαίτιος, αξιόπιστος;
USER: υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, αρμόδια, υπεύθυνοι
GT
GD
C
H
L
M
O
rue
/ruː/ = NOUN: απήγανος φυτό, πήγανο;
VERB: μετανιώνω, λυπούμαι, θρηνώ, θλίβομαι;
USER: θρηνώ, μετανιώνω, θλίβομαι, πήγανο, λυπούμαι
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
sciences
/saɪəns/ = NOUN: επιστήμη;
USER: επιστήμες, επιστημών, επιστήμες της, Sciences, των Επιστημών
GT
GD
C
H
L
M
O
since
/sɪns/ = PREPOSITION: seit;
CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo;
ADVERB: seitdem, inzwischen;
USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
sites
/saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο;
USER: sites, τοποθεσίες, θέσεις, περιοχές, τόπων
GT
GD
C
H
L
M
O
south
/saʊθ/ = NOUN: νότος;
ADJECTIVE: νότιος;
USER: νότια, νότια Προάστια, νότο, South, Νότιας
GT
GD
C
H
L
M
O
staff
/stɑːf/ = NOUN: προσωπικό, επιτελείο, ράβδος, σκυτάλη, βακτήρια, πεντάγραμμα μουσικής;
VERB: επανδρώνω;
USER: προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, υπαλλήλων
GT
GD
C
H
L
M
O
strategic
/strəˈtiː.dʒɪk/ = USER: στρατηγική, στρατηγικών, στρατηγικά, στρατηγικού, στρατηγικό
GT
GD
C
H
L
M
O
supervising
/ˈsuː.pə.vaɪz/ = VERB: εποπτεύω, επιβλέπω;
USER: εποπτεία, την εποπτεία, επίβλεψη, εποπτεύει, εποπτείας
GT
GD
C
H
L
M
O
supervisory
/ˈsuː.pə.vaɪ.zər/ = ADJECTIVE: εποπτικός;
USER: εποπτικός, εποπτικές, εποπτικών, εποπτείας, εποπτική
GT
GD
C
H
L
M
O
tel
= USER: τηλ., tel, τηλ, Τελ
GT
GD
C
H
L
M
O
term
/tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία;
VERB: ονομάζω;
USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
treasury
/ˈtreʒ.ər.i/ = NOUN: ταμείο, θησαυροφυλάκιο;
USER: θησαυροφυλάκιο, ταμείο, ιδίων, Treasury, ταμείου
GT
GD
C
H
L
M
O
vice
/vaɪs/ = NOUN: μέγγενη, κακία, ελάττωμα, φαυλότητα, βίτσιο, σφιγκτήρ, φαυλότης, αντικαταστάτης;
USER: κακία, μέγγενη, αντιπρόεδρος, αντιπροέδρου, αντιπρόεδρο
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
year
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
zeneca
= USER: Zeneca, την Zeneca, της Zeneca, τη Zeneca, η Zeneca,
134 words